- Νειλέω
- Νειλεύςmasc acc sg (epic ionic)Νειλεύςmasc gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νείλεῳ — Νείλεῳ̆ , Νειλέως masc nom pl (attic epic ionic) Νείλεῳ̆ , Νειλέως masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νείλεω — Νείλεω̆ , Νειλέως masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νείλεωι — Νείλεῳ̆ , Νειλέως masc nom pl (attic epic ionic) Νείλεῳ̆ , Νειλέως masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νείλεως — Νείλεω̆ς , Νειλέως masc acc pl (attic epic ionic) Νείλεω̆ς , Νειλέως masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νειλέως — Νειλέω̆ς , Νειλεύς masc gen sg Νειλεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νείλεων — Νείλεω̆ν , Νειλέως masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νειλείον — Νειλεῑον, τὸ (Α) ιερό προς τιμήν τού Νείλεω ή Νειλέως, οικιστή τής Μιλήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νειλεύς + κατάλ. εῖον (πρβλ. Ερμ είον)] … Dictionary of Greek